June 28, 2008

28/06 ΟΜΙΛΙΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ομιλία στην εκδήλωση στα πλαίσια του 11ου αντιρατσιστικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στις 28/06/2008 "Δεν μας απειλεί η Δημοκρατία της Μακεδονίας - Μας απειλούν ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός και το ΝΑΤΟ"

Κώστας Μπόρτσης

Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα

Μέλος της Αντιεθνικιστικής Αντιμιλιταριστικής Πρωτοβουλίας

Στον 19ο αι. με την εμφάνιση των εθνικιστικών κινημάτων στα Βαλκάνια και τη δημιουργία των εθνικών κρατών, η Μακεδονία αποτέλεσε το σκηνικό μιας μακρόχρονης σύγκρουσης που τον απόηχό της έχουμε μπροστά μας σήμερα.

Η Οθωμανική αυτοκρατορία, την περίοδο που κατέρρεε ήταν ένας πολυθρησκευτικός, πολυφυλετικός και πολύγλωσσος κόσμος. Η Μακεδονία επειδή είχε αυτά τα χαρακτηριστικά της πανσπερμίας των δογμάτων, των φυλών και των γλωσσών ήταν το ιδανικό αντικείμενο διεκδίκησης από τα νεοϊδρυθέντα «εθνικά» κράτη.

Τα αποτελέσματα της 50χρονης σύγκρουσης των βαλκανικών εθνικισμών (από την ίδρυση της Εξαρχίας το 1870, μέχρι τη Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919) ήταν ο διαμελισμός και η προσάρτηση της Μακεδονίας στα εθνικά βαλκανικά κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Αλβανία).

Στη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης ήταν που αναπτύχθηκε και το μακεδονικό εθνικό κίνημα. Η αριστερή του τάση, που στην αρχή είχε την ηγεμονία στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ, БМРО, 1893), διακρίνονταν για τα σοσιαλιστικά και αναρχικά χαρακτηριστικά. Για 4 δεκαετίες πρόβαλε και πάλευε τα αίτημα για Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Μακεδονίας στο εσωτερικό μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας αρχικά, Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας αργότερα. Πάλευε για μια χώρα με ισονομία και ισοπολιτεία για όλους τους πολίτες της ανεξάρτητα από το θρήσκευμα, τη γλώσσα ή την εθνικότητα που είχαν. Πάλευε για δημοκρατικούς θεσμούς, μια που υπήρχαν και μέσα στη δομή της οργάνωσης, για διανομή των τσιφλικιών στους κολίγους (μια δεκαετία περίπου πριν από την εξέγερση του Κιλελέρ). Πάλευε με μια ιδεολογική αντίληψη και μια ριζοσπαστική πολιτική που ήταν το κόκκινο πανί στον κόσμο των Βασιλείων και των Αυτοκρατοριών.

Στις αρχές του 20ου αι. το ελληνικό κράτος με την πολεμική του εμπλοκή και τη συμμαχία του με τους νικητές προσάρτησε τη μισή Μακεδονία ως λάφυρο του πολέμου. Όμως δεν έπαψε να καταπιέζει το ντόπιο μακεδονικό πληθυσμό, ο οποίος ζούσε στα εδάφη που αυτό κατέλαβε, εξαιτίας της σλαβογλωσσίας του. Η εθνικιστική καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας απαιτούσε την πλήρη ομογενοποιημένη ενσωμάτωση του πληθυσμού με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικά στη λήξη του εμφυλίου πολέμου που οι «σλάβοι γίνανε και κομμουνιστές», ο βίαιος εξελληνισμός ονομάστηκε «αντιμετώπιση του εθνικού κινδύνου». Ολόκληρα χωριά άδειασαν από τους κατοίκους τους, δημεύτηκαν περιουσίες και η καταστολή δεκαετιών με την εμπλοκή δεκάδων κρατικών υπηρεσιών και εθνικοφρόνων «σωματείων», ήταν η πολιτική του λεγόμενου «Ανύπαρκτου Ζητήματος».

Αυτή η επιθετική πολιτική εμφανίστηκε με διαφορετικά χαρακτηριστικά στην περίοδο του εθνικιστικού παροξυσμού του 1992.

Στη διάρκεια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας το ελληνικό κράτος συντάχθηκε με το μεγαλοϊδεατισμό του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, κύριο υπεύθυνο αυτής της κατάληξης. Η λεγόμενη «αμυντική» πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων έφτασε στο σημείο να βλέπει τη διάλυση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και να έχει εδαφικές βλέψεις στη χώρα, την περίοδο που ο Αντώνης Σαμαράς ήταν υπουργός εξωτερικών. Το σχέδιο «έβλεπε» την Ελλάδα να συνορεύει με τη Σερβία, νέοι χάρτες της περιοχής από το ΓΕΕΘΑ είχαν δημοσιευθεί στις εφημερίδες.

Η λεγόμενη «αμυντική» πολιτική οδήγησε στα κατευθυνόμενα εθνικιστικά συλλαλητήρια, σε πρωτοφανείς διώξεις κατά των ντόπιων μακεδόνων της ΜΑΚΙΒΕ (Μακεδονικής Κίνησης Βαλκανικής Ευημερίας) και του Ουράνιου Τόξου, καθώς και ελλήνων αντιεθνικιστών.

Η λεγόμενη «αμυντική» πολιτική προσπάθησε τον οικονομικό στραγγαλισμό της μικρής χώρας με την επιβολή του εμπάργκο.

Η λεγόμενη «αμυντική» πολιτική αρνήθηκε οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση. Με την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, χωρίς κανένα σεβασμό στο δικαίωμα για την αυτοδιάθεση ενός λαού απαίτησε και πήρε το δικαίωμα πάνω στο όνομα της γειτονικής χώρας, ώστε να συναινέσει στην είσοδό της στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αυτή η πρόσδεση των εξελίξεων της περιοχής στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. ήταν η υπογραφή της Ελλάδας στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας. Η αλλαγή του ρόλου της Ελλάδας από «κομπάρσος» του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. σε «αφεντικό των Βαλκανίων» ήταν η αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στην Αλβανία, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στο Κόσσοβο. Ο ρόλος αυτός απαιτούσε και απαιτεί και μακρινότερες αποστολές όπως στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Λίβανο.

Αυτή η λεγόμενη «αμυντική» πολιτική είναι και η άσκηση του βέτο στο Βουκουρέστι. Με αυτόν τον τρόπο «κλειδώνει» τις πολιτικές εξελίξεις στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Εκβιάζεται η χώρα να πάρει το δρόμο της ένταξης στη φονικότερη μηχανή που έχουμε δει, το ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. της ελεύθερης αγοράς και του άγριου ανταγωνισμού. Είναι ο δρόμος αυτός που επιδιώκει να πάρει η δυτικόφιλη φιλοαμερικανική μακεδονική Κυβέρνηση (όπως εξάλλου είναι και οι ελληνικές κυβερνήσεις). Το μήνυμα που αποστέλλεται στον Μακεδονικό λαό είναι ότι χωρίς την προστασία της Ελλάδας δεν μπορεί να υπάρξει. Με αυτήν την επιθετική πολιτική (την πολιτική «πυγμής» όπως σκοπίμως διακηρύσσουν και όχι αδιαλλαξίας όπως είναι) ο ελληνικός εθνικισμός τροφοδοτεί τον εθνικισμό στη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Η πολιτική του βέτο παράλληλα επιχειρεί να χειραγωγήσει συνειδήσεις μέσα στην Ελλάδα προβάλλοντας το σκεπτικό ότι με τη νατοϊοκή μας συμμαχία μπορούμε να διεκδικούμε τα λεγόμενα «εθνικά δίκαια». Και διαπιστώνουμε ότι ο λεγόμενος «εθνικός» αντιαμερικανισμός είναι κατά βάθος φιλονατοϊσμός. Εδώ είναι που λέμε ότι ο αντιαμερικανισμός και ο αντιιμπεριαλισμός που μας ενδιαφέρει είναι διεθνικός. Όχι μόνο είναι αντινατοϊκός και αντιμιλιταριστικός αλλά θεμελιώνεται κυρίως από την πάλη μας ενάντια στον εγχώριο εθνικισμό και τις προσπάθειές του να διεκδικήσει το ρόλο του αφεντικού στην περιοχή.

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας φάνηκε ότι δημιούργησε ένα ευνοϊκό έδαφος για την οικονομική διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή. Το ελληνικό κεφάλαιο πρωταγωνίστησε στην λεηλασία των παραγωγικών δομών της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με την εξαγορά δημόσιων τομέων και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στην εκμετάλλευση των εργαζομένων της χώρας με μεσαιωνικούς όρους, εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Ο εθνικισμός στη χώρα μας έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα τα τελευταία χρόνια και η γνωστή τρόικα Άνθιμου, Καρατζαφέρη και Ψωμιάδη δεν κατάφερε να στήσει εθνικιστικά συλλαλητήρια όπως το 1992. Ωστόσο με τη συνδρομή μερίδας των ΜΜΕ, τα οποία για χρόνια ζυμώνουν την ελληνική κοινωνία στο σωβινισμό, προετοιμάζεται ένας νέος γύρος εθνικιστικής μισαλλοδοξίας, μια και οι αντιδραστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις κατάφεραν να κάνουν τον εθνικισμό κυρίαρχη ιδεολογία και να τον χρησιμοποιούν κατά πώς τους συμφέρει κάθε φορά. Και σ’ αυτό η Αριστερά δεν έκανε τίποτε. Αντιθέτως αισθάνθηκε άβολα με εκείνα τα κομμάτια της που προσπάθησαν και προσπαθούν να πουν κάτι άλλο.

Η αριστερά που δεν έχει κάνει την αυτοκριτική για τον πατριωτισμό, οφείλει να θυμηθεί τις διεθνικές της παραδόσεις όπως για παράδειγμα η δημιουργία του Εργατικού Κέντρου της Θεσσαλονίκης, να αντιληφθεί πόσο αποπροσανατολιστικά και διαβρωτικά λειτουργεί ο εθνικισμός στις κοινωνικές αντιθέσεις και στον πολιτικό ριζοσπαστισμό, να εγκαταλείψει τον άχαρο και αδιέξοδο ρόλο της αναζήτησης μιας επιτυχημένης «σύνθετης ονομασίας» για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο αντιιμπεριαλισμός της ίσως τελικά λειτουργεί ως πρόσχημα, από το φόβο μη θίξει τα εθνικά ακροατήρια στα οποία πιστεύει ότι απευθύνεται, υποκύπτοντας στην εθνική πολιτική.

Η αναγνώριση των εθνικών μειονοτήτων των Τούρκων και των Μακεδόνων στην Ελλάδα, η εξασφάλιση όλων των δικαιωμάτων των μειονοτικών και η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων μακεδονικής καταγωγής θα διευρύνουν τη δημοκρατία στη χώρα και θα αποτελέσουν παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή.

Υπάρχει μεγάλη ανάγκη η αριστερά να αναπτύξει ένα κίνημα αλληλεγγύης προς τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που σε ένα ασφυκτικότατο εθνικιστικό περιβάλλον δίνουν τη μάχη για την συμβίωση στα Βαλκάνια. Ένα κίνημα που θα βοηθήσει τις αντιεθνικιστικές και αντιμιλιταριστικές δυνάμεις και στις δύο χώρες να παίξουν έναν καταλυτικό ρόλο στις βαλκανικές εξελίξεις.

Το αντιεθνικιστικό και αντιμιλιταριστικό κίνημα παίρνει πρωτοβουλίες ανατροπής αυτού του ζοφερού κλίματος. Ξεκινήσαμε μαζί με αντιεθνικιστικές, αντινατοϊκές και αντιμιλιταριστικές οργανώσεις της Δημοκρατίας της Μακεδονίας κοινές εκδηλώσεις και στις δύο μεριές των συνόρων. Στις 17 Μάη συζητήσαμε δημόσια και διαδηλώσαμε στην πόλη των Σκοπίων. Συνεχίσαμε τις δημόσιες συζητήσεις στην Αθήνα στις 20 Ιούνη, στα Γιάννενα στις 23 Ιούνη και σήμερα εδώ στη Θεσσαλονίκη (28 Ιούνη), στα πλαίσια του 11ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ. Θα ακολουθήσει άλλη μία συζήτηση στο 13ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στην Αθήνα, στις 4 Ιούλη. Το ταξίδι έχει ήδη αρχίσει…